Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011

Καλοκαίρι '95, στην Αθήνα

  • Τότε, είχα κάνει το εξής. Με το πέρας της σχολικής χρονιάς, αντί να την κάνω οπουδήποτε αλλού για διακοπές, πήγα στην αθήνα.
  • Βρήκα δουλειά ως γκαρσόν στο φλόκα που βρίσκεται στο παγκράτι, Φιλολάου και Κόνωνος, λίγο πριν από το πίτσα χατ.
  • Σε όποιον το έλεγα ότι έφυγα από την καταγάλανη Πρέβεζα για να χωθώ στα τσιμέντα, με περνούσε για τρελή.
  • Ωστόσο, είχα το σκοπό μου.
  • Καταρχάς, στην Πρέβεζα ήταν λίγο βαρετά για εμένα. Δεύτερον ήθελα λίγο να βρεθώ μόνη μου, χωρίς να καταξοδευτώ. Ο σκοπός μου δεν ήταν τόσο ο τουρισμός ή οι διακοπές όσο το να μείνω μόνη μου.
  • Πήγα λοιπόν στο σπίτι της γιαγιάς, την οποία είδα για δύο εβδομάδες περίπου, και μετά έφυγε, πήγε στην αγγλία να επισκεφτεί τον θείο μου. Το υπόλοιπο του καλοκαιριού, το πέρασα μέσα στην ησυχία, την ερημία και τη μουγγαμάρα, όλα τους δώρα θεόσταλτα για την περίεργη και παράξενη εμένα, που πήγα στην αθήνα να βρώ την ησυχία μου.
  • Κάθε μεσημέρι στις 4, ξεκινούσε η βάρδια μου στο ζαχαροπλαστείο, όπου πήγαινα με το λεωφορείο.
  • Μέσα στα καθήκοντά μου ήταν η λάντζα, το σερβίρισμα, η παρασκευή ταρτών, το ξεσκόνισμα, το συμμάζεμα του μαγαζιού στο κλείσιμο. Φυσικά, τσιμπούσαμε και τα γλυκάκια μας, ειδικά εκείνα τα καταπληκτικά παστάκια μάγκο, τα είχα τσακίσει, ίσως μάλιστα να είχε μπεί "μέσα" το μαγαζί εξαιτίας μου... Κατά τις 12 με 12:30 κλείναμε και έπαιρνα το τελευταίο λεωφορείο (ή ταξί) για το σπίτι. Νυχτερινή τηλεόραση, διάβασμα, φαγητό, ύπνος. Καναδυό φορές πήγα στο γωνιακό μπαράκι της πλατείας με τα ξαδέρφια μου όμως η επικοινωνία τους μου ήταν ξένη, δεν την είχα συνηθίσει. Οι παρέες ήταν εξωγήινες σε αυτό το μέρος και με τίποτα δεν μπορούσα να συνεννοηθώ. Τελικά προτιμούσα την απομόνωση. Το πρωί, ρεμπεσκέλεμα, κοπροσκύλιασμα, τεμπέλιασμα, αλητεία μέχρι το μεσημέρι, οπότε έπρεπε να ξαναπάω στη δουλειά.
  • Εκεί γνώρισα (εξυπηρέτησα σιωπηλή) τον Σαββιδάκη, ο οποίος μου έδωσε πουρμπουάρ 500 δραχμές την εποχή που ένα εκατοστάρικο θεωρούνταν υπεραρκετό. Γνώρισα έναν προϊστάμενο που περνούσε από τα τραπέζια δήθεν για να μας βοηθήσει αλλά μας "βουτούσε" τα φιλοδωρήματα, έμαθα να δένω υπέροχους φιόγκους στις συσκευασίες δώρου, είδα για πρώτη φορά να πηγαίνει κανείς στο ζαχαροπλαστείο για να αγοράσει μία πάστα μόνο, και είχα λυθεί από τα γέλια (εντός μου) όταν μία πελάτισσα μας είχε ζητήσει να της τυλίξουμε μία πάστα για δώρο. Ο φιόγκος ήταν μεγαλύτερος από την πάστα.
  • Δεν είχε και πολλή δουλειά εκείνο το μέρος, κι έτσι χωρίς πολλή κούραση πέρασε ο ένας μήνας.
  • Στη διάρκεια αυτού του μήνα, είχα αποκοπεί εντελώς από την πρέβεζα, την οικογένειά μου, τους φίλους μου, όλους. Ούτε ένα τηλέφωνο δεν τους πήρα, ούτε τους αναζήτησα με κανέναν τρόπο.
  • Οι ημέρες μου, ήταν υπέροχα ξένοιαστες, χωρίς καμμία ευθύνη και χωρίς καμμία σκέψη. Είχα τα βιβλία μου και τις κασσέτες με τη μουσική μου, κοιμόμουν όσο ήθελα, έβλεπα όση τηλεόραση ήθελα, έτρωγα ότι ήθελα όποτε το ήθελα και γενικά έζησα τις χαρές της μοναχικής ζωής.
  • Μέχρι που κάποια μέρα, μόλις είχα πάει στη δουλειά και ήμουν σκυμμένη με τρυφερότητα πάνω από κάτι ντελικάτες τάρτες αραδιάζοντας κομματάκια φρούτων πάνω στην κρέμα, όταν ο προϊστάμενος, ο Κώστας, με σκούντηξε.
  • Στην πόρτα στέκονταν ένας φίλος από την Πρέβεζα.
  • Είχα τόσο χαθεί μέσα στο ξένο περιβάλλον της Αθήνας και τόσο είχα αποσυνδεθεί από κάθε τι άλλο από την Πρέβεζα, που στην αρχή δεν τον γνώρισα. Όταν τελικά λειτούργησε ο εγκέφαλός μου, θυμήθηκα τον άνθρωπο και τον χαιρέτησα επαρκώς, τον κέρασα καφεδάκι.
  • Πόσο περίεργο μου είχε φανεί!
  • Σα να είχα δεί εξωγήινο.
  • Από τότε και μετά, ακολούθησαν δυό-τρείς ακόμα φίλοι, αλλά το πρώτο σοκ το είχα ξεπεράσει. Επίσης, είχα διαπιστώσει πως αλλιώς ήταν η παρέα με τα ίδια άτομα σε διαφορετικό περιβάλλον.
  • Κάποια ημέρα, ήρθε ο γενικός διευθυντής του φλόκα, και ανακοίνωσε σε όλους μας ότι το κατάστημα θα έκλεινε και ίσως να μετατρέπονταν σε φλοκαφέ.
  • Το κλείσιμο του μαγαζιού σήμαινε ότι θα έπρεπε να επιστρέψω στην Πρέβεζα, αφού το βρεί κανείς δουλειά για έναν μήνα στη μέση του καλοκαιριού ήταν θέμα εξαιρετικά μεγάλης και εξαιρετικά καλής τύχης, την οποία ποτέ δεν είχα, συν ότι όλοι οι γνωστοί που με είχαν βοηθήσει να βρώ αυτή τη δουλειά τώρα έλειπαν διακοπές.
  • Δεν ήθελα όμως σε καμμία περίπτωση να επιστρέψω στην Πρέβεζα. Ζήτησα από τον γενικό διευθυντή, αν υπήρχε κάποιο άλλο πόστο σε άλλο μαγαζί, να το δώσουν σε εμένα. Το έδωσε.
  • Στην πλατεία Μαβίλη.
  • Σε αυτό το κατάστημα, είχα μερικές πολύ ενδιαφέρουσες εμπειρίες.
  • Εκεί, γνώρισα (εξυπηρέτησα σιωπηλή) τη Βίκη μοσχολιού, και μία πολύ στρυφνή κυρία με κανισάκι που δήλωσε ότι δεν είναι ρατσίστρια αλλά τους αλβανούς τους σιχαίνεται περισσότερο κι από τους μαύρους. Μία γριούλα που τη λήστεψαν σε διπλανή πολυκατοικία, και όταν πήγαμε να τη βοηθήσουμε ώσπου να έρθει η αστυνομία, είδαμε ότι το σπίτι της ήταν άδειο, με τα σημάδια των πουλημένων επίπλων να ασπρίζουν στους κάποτε βαμμένους τοίχους, θλίψη.
  • Η συνάδελφος σε εκείνο το υποκατάστημα ήταν η πρώτη συμπαθητική μητέρα που είχα γνωρίσει: είχε εξαιρετικά ενδιαφέρουσες απόψεις, ήταν πολύ καλή στη συζήτηση και χιούμορ που μόνο ενστικτώδες θα μπορούσα να χαρακτηρίσω. Περνούσαμε πολύ καλά στις βάρδιες.
  • Κανένας εραστής δε με συγκίνησε, και εργένικα την πέρασα μια χαρά. Ένας Μάνος που ήταν σεφ σε κάποιο μοδάτο εστιατόριο στην παραλιακή, με την παρώτρυνση του ξαδερφού μου με πλησίασε, όμως παρά την απίθανη εμφάνισή του, δεν είχα καμμία όρεξη να χαλάσω τη μοναξιά μου. Άσε που με τους Αθηναίους δεν είχα καταφέρει να εδραιώσω επικοινωνία και μονίμως ένιωθα ότι δε συνεννοούμαστε... Ένας Γιώργος που πήγε να με πλησιάσει, ήταν τόσο προβλέψιμος που τον λυπόσουν, και καναδυό άλλοι που φαίνονταν συμπαθητικοί, δεν μπόρεσα να τους δω ως τίποτα περισσότερο από απελπισμένους, σαν σκαθάρια αναποδογυρισμένα.Δεν ήμουν τόσο όμορφη ώστε να τους σνομπάρω, απλά η συμπεριφορά τους αυτό μου θύμιζε, κάτι από την στυλιζαρισμένη τους ομοιομορφία στην έκφραση, κάτι από την χαμένη φυσικότητα, ή ίσως η μόνιμη σαστιμάρα στο μάτι. Δεν ξέρω...
  • Μία άγνωστη ως τότε εμπειρία, το να πηγαίνεις με λεωφορείο στη δουλειά, ήταν για εμένα ακόμα μία απόλαυση, αφού μπορούσα να χαζεύω σιωπηλή από το παράθυρο. Η ζέστη, φυσικά, ήταν ανυπόφορη, ωστόσο η Αθήνα ήταν έρημη και πιο εύκολη να ζήσει κανείς.
  • Στο τέλος του καλοκαιριού, μία εβδομάδα πριν την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς, επέστρεψα στην Πρέβεζα. Με τα λεφτά που είχα μαζέψει αγόρασα το στερεοφωνικό που έπαιζε δίσκους, σιντί και κασέτες, το οποίο τοποθετήθηκε στο δωμάτιό μου, στη σοφίτα του πατρικού μου, μαζί με μία πράσινη μοκέτα που θύμιζε τσόχα χαρτοπαιξίας και θεωρούσα ότι έδινε φως αλλά και ζέστη στο άσπρο δωματιάκι με τα ξύλινα έπιπλα και οροφή.
  • Δεν κατάλαβα το πότε, αλλά γυρίζοντας είχα αλλάξει.
  • Πως το θυμήθηκα τώρα?
  • Απλά μου'ρθε.

2 σχόλια:

  1. Τι όμορφο κείμενο. Σα να θες να βάλεις κάπου μνήμες πριν σβήσουν!
    Είσαι λατρεία! :D

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ναι, μάλλον έτσι είναι, φίλε.
    Η λατρεία είναι δωρεάν.

    ;)

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Βράζει το καζάνι!