- ...ήταν ο δικός μου δημόσιος τόπος. Ήταν ένα μπαράκι όπου εσύχναζαν οι ανήσυχοι νέοι της πόλης μου. Οι ήσυχοι πήγαιναν και ακόμα πηγαίνουν στη Β52 που είναι ελληνάδικο (για να το θέσω ευγενικά) ή στο DePhuzz (τότε αλλιώς τό έλεγαν αλλά δεν θυμάμαι) που είναι για δημόσιες σχέσεις.
- Στο Παρασκήνιο έπαιζε γενικά και αόριστα ροκ, σε όλες τις εκφάνσεις της, ακόμα και όταν αυτές συμπεριλάμβαναν ρέγγε ή τζαζ, γιατί κατά τους ιδιοκτήτες, η ροκ δεν είναι μουσικό είδος αλλά τρόπος σκέψης. Ήταν τιμή να είσαι ροκ.
- Οι θαμώνες δεν πήγαιναν για να πιούν αλλά αντίθετα, το ποτό αποτελούσε αφορμή για να ακούσεις μουσική.
- Πολύ μικρό μαγαζί, με πέτρινους τοίχους και ξύλινο πάτωμα. Τα παράθυρά του βρίσκονταν αρκετά χαμηλά ώστε το περβάζι τους να είναι η πιο περιζήτητη θέση, γιατί όχι μόνο καθόσουν με θέα στο σοκάκι και σε όλο το δωμάτιο, αλλά είχες και το πόμολο του παραθυρόφυλλου για να κρεμάσεις το μπουφάν σου. Στους τοίχους, ανάμεσα στα πέτρινα τούβλα ήταν ζωγραφισμένα αγγελούδια και ένας προτζέκτορας έδειχνε στον τοίχο πίσω από το μπαρ σκηνές από βιντεοκλίπ ή συναυλίες, συχνά άσχετα από το κομμάτι που έπαιζε, πράγμα που πολλές φορές μας έβαζε σε ατελείωτες συζητήσεις. Ο καθρέφτης με την τραγίσια μορφή του Marley ήταν το σήμα κατατεθέν, μαζί με την γιγάντια κινηματογραφική μπομπίνα ακριβώς δίπλα από τη φωλιά του DJ, η οποία ήταν τόσο μυστηριακή και γεμάτη αξιοζήλευτους θησαυρούς, που όλοι κάποτε θέλαμε να γίνουμε DJ μόνο και μόνο για να χαϊδέψουμε τα μοσχομυριστά και πολύτιμα εκείνα βινύλια.
- Πολλούς χειμώνες περάσαμε νιώθοντας τους κραδασμούς της μουσικής να περνούν από το ξύλινο πάτωμα στις πατούσες κι από εκεί ολούθε. Αργά το Σαββατόβραδο, όταν γίνονταν το απροχώρητο και ο Νίκος ο Ψηλός ανέβαζε τις εντάσεις, οι μαλλιάδες με τις αρβύλες κουνούσαν τα κεφάλια για να φανεί το μαλλί που χτυπιέται. Ο Μήτσος (που τώρα είναι αστυνομικός) τα έδινε όλα για χατήρι της Εύας όταν έπαιζε το Whole Lotta Love. Και δώστου να πηγαίνει το ξανθό μαλλί πάνω κάτω...Καμιά φορά, όταν έβαζε το Black Betty κουνούσα κι εγώ λίγο το πόδι μου και όλοι ήξεραν ότι μου άρεσε. "Έλα Αθηνά, για σένα" μου έλεγαν. Μερικές φορές ήταν τέτοια η ζέστη της μουσικής που κανείς δεν κρατιόταν και όλοι μαζί χτυπούσαμε στο ρυθμό τα πόδια και τότε το ξύλινο πάτωμα κουνιόταν. Μου άρεσε πολύ να νιώθω τους κραδασμούς που έβγαιναν από το στόμιο της μπύρας όταν περνούσα τη παλάμη πάνω από το μπουκάλι. Θα μου πείς, αυτό γίνεται παντού. Στο Παρασκήνιο όμως ήταν αλλιώς.
- Οι θαμώνες ήταν διάφοροι, αλλά κάποιοι ήταν οι αιώνιοι, που μόνο εκεί τους έβρισκες, τα φαντάσματα κατά μία έννοια. Δεν τους μιλούσαμε αλλά αν έλειπε κανείς τους το παρατηρούσαμε αμέσως κουνώντας το κεφάλι. Κάποιοι από αυτούς έπιναν διάφορα. Εμείς πηγαίναμε από νωρίς γιατί η πρόβα της χορωδίας τελείωνε στις 11, οπότε τρώγαμε ένα σαντουιτσάκι στον ELVIS και μετά γραμμή Παρασκηνιόθεν, νωρίς- νωρίς, την ώρα που ακόμα έκοβαν τα λεμόνια φέτες, για πιάσουμε καλή θέση.
- Όταν έπρεπε να φύγουμε, περιμέναμε το κατάλληλο τραγούδι. "Να ακούσουμε κι αυτό" λέγαμε και κρατούσαμε την τελευταία γουλιά λίγο ακόμα. Αν το επόμενο ήταν ξενέρωτο δε γινόταν να φύγει κανείς, έπρεπε να κρατήσεις καλό τραγούδι για το τέλος, για αυτό φεύγαμε στα τελευταία μέτρα ενός αγαπημένου κομματιού, κατεβαίνοντας τη στενή σκάλα με τις τελευταίες νότες πίσω μας. Όταν έκλεινε τη σιδερένια πόρτα δεν ακούγονταν τίποτα.
- Και πάντα έβρεχε.
Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009
Το Παρασκήνιο
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
:-)
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίχαμε και εμείς τα στέκια μας, μόνο που τα αλλάζαμε κατά καιρούς...
Κάποια είχαν την ικανότητα να αραχτούν πιο βαθειά στη μνήμη μας...
Ax!! Τι μου θύμισες με το Black Betty...και γενικά με την όλη ατμόσφαιρα του στεκιού σας..
ΑπάντησηΔιαγραφήαμ, γιαυτό δεν είχαμε συναντηθει , πήγαινες νωρίς.Αλλιώς όλο και κάπου ανάμεσα απ' τις μουσικές θα ακουγόνταν η σειρήνα που έχω γιά γέλιο.
ΑπάντησηΔιαγραφήδ
κικοπ
ΑπάντησηΔιαγραφήόλοι κάπου εκεί βγάλαμε τη νιότη μας
Αγνή
Κι εσύ? Κι εγώ! Σε λίγο θα μου πείς ότι διαβάζεις και πράτσεττ
δήμητρα
καταρχάς χρόνια πολλά στο νίκο σου
μα σε καλό σου, πώς και δε σε είχα πετύχει νωρίτερα? στα ίδια μέρη πηγαίναμε! Κάρμα...