- Οι Λύκοι έπιναν ούζα στο ρεμπέτικο στέκι. Παραπέρα οι Ντάλτον κερνούσαν κρασιά και μπύρες, ενώ το στενό ανέδιδε τηγανίλα.
- Μία ζωής ξένοι, είχαν φυλακίσει μία σταγόνα μαζί με άλλες σε ένα ποτήρι. Ήταν πολύ όμορφη όπως στροβιλίζονταν γύρω στον πάτο του ποτηριού.
- Ακούστηκε μία βροντή.
- Ο Σκρούτζ είπε να κατεβάσουν τις τέντες. Η ματιά του έπεσε τσιγγούνικα στο ποτήρι. Εντάξει, λοιπόν, της είπε νοερά και γκρινιάρικα.
- Δε χρειάστηκε κάτι άλλο, για να σχεδιάσουν την απόδραση.
- Περνώντας δίπλα από το τραπέζι, το μανίκι του έριξε το ποτήρι της. Ανάμεσα από το θρύψαλα εκείνη εξαφανίστηκε μέσα στα νερά της βροχής.
- Μόνο αν ήξερες που να κοιτάξεις θα την έβρισκες, και μόνο ο γεροτσιγγούνης ήξερε.
- Ανάμεσα από τα πόδια των Λύκων, έβαλε το μπαστούνι του δίπλα της μην την πατήσουν.
- Ένα νεύμα, γυάλισε ανάμεσα στο βρεγμένο πλακόστρωτο και χώθηκε σε μία χαραμάδα.
- Ο Σκρούτζ σήκωσε το βλέμμα και το μπαστούνι. Μπήκε κάτω από τις τέντες και είπε να μαζέψουν τα σπασμένα.
- Γιατί να έχει σημασία μία σταγόνα, σκέφτηκε.
- Να όμως που το πλακόστρωτο δεν ήταν πια το ίδιο.
Σάββατο 17 Ιουλίου 2010
Μοναξιά στη Φραπεδούπολη
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Πολύ ωραία ιστορία :)
ΑπάντησηΔιαγραφή