Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2010

Ανιστορία 2

  • Στο χωριό με τις αχυροκαλύβες, δίπλα στο ποτάμι, ζούσε ο πιστός, καλός και ήσυχος αλλά δυστυχής* Κάθε τόσο ερχόταν μία τίγρη από τη ζούγκλα και σκορπούσε τον τρόμο* Πολλοί χωρικοί έχασαν τη ζωή τους και για αυτό τον είχαν στείλει πολλές φορές στο Βούδα για να δεηθεί, κι εκείνος έμπαινε στη ζούγκλα φορτωμένος προσφορές* Τις άφηνε στα πόδια του αγάλματος με γονυκλισίες και προσευχές* Κοιτούσε τον πέτρινο Βούδα με συλλογισμό, ξαναπερνούσε τη ζούγκλα και επέστρεφε στο χωριό με την ελπίδα ότι κανείς δεν θα έπεφτε θύμα της τίγρης* Όμως η τίγρη ξαναερχόταν πάντα
  • Στην αρχή νόμιζαν ότι ο Βούδας έβρισκε μικρές τις προσφορές τους κι έτσι έστελναν όλο και περισσότερα μύρα, πέπλα και εδέσματα* Μετά υποψιάστηκαν ότι ότι αυτός που πήγαινε τις προσφορές τις κρατούσε για τον εαυτό του ή ότι κάτι έκανε λάθος* Του το είπαν κατάμουτρα και τον απείλησαν ότι αν δεν έπιανε η προσευχή και αυτή τη φορά θα τον έδιωχναν* Τη νύχτα εκείνος έμεινε άγρυπνος, κοιτώντας σκεφτικός τη ζούγκλα
  • Με την πρώτη ηλιαχτίδα πήρε τα όπλα του και έφυγε μέσα στα τεράστια φυλλώματα
  • Η τίγρη ήταν τεράστια και κίτρινη, και χύμηξε καταπάνω του
  • Εκείνος τέντωσε πίσω το χέρι του και πέταξε το δόρυ του* Πίσω από τα φυλλώματα, κρυμμένος ο Βούδας, το οδήγησε με ένα φύσημα στην κοιλιά της τίγρης και η τίγρη ξεψύχησε στο χώμα
  • Ο πιστός κοίταξε άφωνος την τίγρη με το κοντάρι στην κοιλιά "Αυτό έπρεπε να είχα κάνει από καιρό* Βλακεία μου, τελικά, που δεν είχα κρατήσει για πάρτη μου τις προσφορές" Έγδαρε την τίγρη και γύρισε στο χωριό, όλο περηφάνεια επιδεικνύοντας το κίτρινο τομάρι* Τους άφησε να το κοιτάνε καθώς στέγνωνε στον ήλιο, ενώ ο ίδιος τράβηξε πάλι μέσα στη ζούγκλα* Πήγε στο ναό να βρεί το Βούδα
  • Όμως το βάθρο ήταν άδειο και ο ναός έρημος* Στις καμάρες τριγυρνούσαν μαϊμούδες και άγρια φυτά τυλίγονταν γύρω από τις πέτρες "Φταίς κι ας λείπεις" είπε νοερά και τριγύρισε το ναό μαζεύοντας ότι πολύτιμο έβρισκε

2 σχόλια:

Βράζει το καζάνι!