Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2010

Ανιστορία 3

  • Καταμεσής του ωκεανού, από τους υδρατμούς του υδάτινου όγκου, γεννήθηκε ένας απαλός άνεμος που μόλις κατάφερε να ρυτιδώσει την κυανή επιφάνεια
  • Ταξίδεψε πίσω από τα κύματα και ανέβηκε ψηλά μαζί με τους ζεστούς ατμούς, μπλέχτηκε με δροσερές σταγόνες πετώντας πάνω από τον ωκεανό και, στις ακτές μίας ηπείρου, έπεσε μαζί με τις στάλες της βροχής που μούσκεψαν την άμμο και τις μπουγάδες* Ανέβηκε τρέχοντας ένα λόφο, ξανακατέβηκε και δροσερά ανακάτεψε τα μαλλιά μίας κοπέλας που περίμενε με αδημονία κάποιον στην άκρη ενός δάσους* Έπαιξε λίγο με τη φούστα της και την άφησε για να περάσει από το δάσος κουνώντας κλαδιά και θροΐζοντας φυλλώματα* Σε ένα λιβάδι μάζεψε γύρη στο πέρασμά του και με ολοένα μεγαλύτερη ταχύτητα έφτασε στην έρημο, όπου η καυτερή θερμότητα τον έστειλε στα ύψη* Πέρασε γρήγορα πάνω από αμμόλοφους και οάσεις, έπεσε με μία βουτιά στις κορυφές των κυμάτων* Τρέχοντας με φόρα, φυσώντας ολοένα και πιο γρήγορα, παρασέρνοντας σταγόνες αλμυρές, έφτασε πάλι σε έρημο και εκσφενδονίστηκε ψηλά* Ζεστός και βιαστικός, διέσχισε την έρημο* Μόλις έφτασε στη ζούγκλα έπεσε με όλη του την ορμή ρίχνοντας πάνω στα πυκνά κλαδιά και όλες τις σταγόνες που είχε μαζέψει*
  • Λύγισε ολόκληρα δέντρα με το βουητό της πνοής του, ξερίζωσε καλύβες, κατέστρεψε σοδειές και απόλαυσε τη δύναμή του γκρεμίζοντας σπίτια με βία
  • Ένας σωρός φθαρμένες πέτρες τον δυσκόλεψε λιγάκι* Δύο παλαβοί ήταν γαντζωμένοι πάνω του και φώναζαν "κάθε χρόνο λιώνεις το ναό μου, γίνεται άμμος και σκορπίζεται! Που πήγε ο ναός μου;" έλεγε ο ένας* Ο άλλος φώναζε "Ποιά από τις πέτρες είναι ο Βούδας; Πού είναι ο Βούδας;!"
  • Ο άνεμος συνέχισε το ακατάπαυστο ταξίδι του φυσώντας όλο και πιο αδύναμα* "Τί έλεγαν ετούτοι, τι κάθε χρόνο; Εγώ πρώτη φορά περνάω από' δω" σκέφτηκε ο αέρας "Εγώ γεννήθηκα στον ωκεανό!" είπε και ξεψύχησε αφήνοντας μία τελευταία πνοή σε κάποια χιονισμένη βουνοκορφή "Μα τί κάνω εδώ πέρα;"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Βράζει το καζάνι!