- Στο βαπόρι, ήταν δυσκολότερα τα πράγματα
- Η δουλειά ήταν ακόμα πιο κοπιαστική, ακόμα πιο βρώμικη, οι συνάδελφοι δεν είχαν τις ίδιες ανησυχίες ούτε έδειχναν να τους νοιάζει κάτι περισσότερο από το φαγητό, και όλο αλληλοκαρφώνονταν ή σπιούνευαν ο ένας πίσω από την πλάτη του άλλου
- Τριάντα ημέρες έκαναν να διασχίσουν τον Ειρηνικό αλλά ούτε μία δεν ήταν καλή
- Κάθε μέρα που περνούσε, ήταν και πιο θλιμμένη από την προηγούμενη, μέχρι που φτάνοντας στην αμερική δεν του είχε μείνει ούτε δράμι ανθρωπιάς* Όταν αποχαιρέτησε το πλήρωμα, κατευθύνθηκε πτοημένος στην πλησιέστερη παμπ και μέθυσε
- Εύκολα ανακατεύτηκε με τους απέλπιδες του δρόμου, έφαγε όλα τα χρήματα που είχε μαζέψει σε ποτά και κοιμότανε όπου έβρισκε* Βρήκε μία δουλειά, αχθοφόρος σε αποθήκη που μόλις και μετά βίας του εξασφάλιζε το ποτό ενώ όλη η προηγούμενη ζωή του έμοιαζε με αποτυχημένη παράσταση
- Αυτός μοίραζε δωράκια και οι άνθρωποι μεγάλωναν μόνο και μόνο για να κάνουν όλες αυτές τις ασκήμιες ο ένας στον άλλον* Τίποτα δεν τους έμενε από όλη την υπόθεση παρά μόνο πότε θα πάρουν το επόμενο απόκτημα
- Έμεινε στο ίδιο μέρος για πολύ καιρό, χωρίς να βρίσκει κανένα λόγο να αλλάξει τίποτα
- Μετά δεν άντεχε άλλο, δεν ήθελε πια να είναι βρώμικος, για αυτό αποφάσισε να κάνει κάτι για αυτό* Πλύθηκε, βρήκε μία καλύτερη δουλειά, έμεινε σε ένα διαμερισματάκι στην πίσω μεριά του γραφείου που δούλευε ως κλητήρας* Κι εκεί όμως οι ανομίες και η δυσωδία των ανθρώπινων σκέψεων τον ζάλισαν* Έγινε μονόχνωτος, απέφευγε κάθε παρέα και πλέον σιχαίνονταν να τον φωνάζουνε χοντρό* Μόνος στο δωμάτιο, δεν έβρισκε καμμία ευχαρίστηση, κανένα νόημα πουθενά* Κοιτούσε τους τοίχους που ήταν όλοι ίδιοι και έβλεπε πρόσωπα που ήταν όλα άψυχα
- Στο διάολο οι άνθρωποι!
- Πήρε τα βουνά* Στο πιο απόμακρο σημείο για να μην ακούει κανέναν, έζησε δύο ολόκληρα χρόνια, χωρίς να δώσει τίποτα σε κανέναν, και όλο από μέσα του έβριζε τους ανθρώπους* Χαιρόταν να κοιμάται και να ξυπνάει με τον ήχο του λύκου, της κουκουβάγιας και της βροχής, χαιρόταν να βλέπει τον ουρανό και τα νερά, χαιρόταν να μην χρειάζεται να είναι υπεύθυνος για κανέναν, χαιρόταν να νιώθει το τραχύ ξύλο και το γλιστερό ψάρι στην παλάμη του* Ήταν ευτυχισμένος, όπως όλα έδειχναν και έλεγε από μέσα του τι τυχερός που ήταν, και ευτυχώς που είχε πέσει από το έλκηθρο, και ανακάλυψε όλα αυτά τα πράγματα, που του άνοιξαν τα μάτια
- Δυστυχώς, μία μέρα, δύο ορειβάτες, βρήκαν την καλύβα του* Αν και δεν είδαν τον ίδιο, γιατί είχε κρυφτεί εγκαίρως, εκείνος ήταν σίγουρος πως, αφού είχε γίνει η αρχή, σύντομα θα ακολουθούσαν κι άλλοι* Έφυγε με λύπη από την αγαπημένη του καλύβα, αλλά δεν επέστρεψε στον κόσμο* Από δάσος σε δάσος, από ρέμα σε ρέμα, από ερημιά σε ερημιά, μέχρι που δεν υπήρχε πια αλλού να κλειστεί, δεν είχε συναντήσει άνθρωπο όλο αυτό το διάστημα, έφτασε στην άκρη της θάλασσας* Ήταν μία θάλασσα παγωμένη
- Στην άλλη μεριά ήταν το σπίτι
- Τους χρωστούσε μία εξήγηση, τίποτα παραπάνω όμως, και τέρμα πια
Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2009
Μία αποτυχημένη επιτυχία (2/3)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Καλημέρα Αθηνά,
ΑπάντησηΔιαγραφήδιάβασα και το πρώτο μέρος. Πολύ καλή η ιστορία. νέβασε το τρίτο σήμερα γιατί την Πέμπτη πετάω (αν το επιτρέψει ο καιρός) και θα το χάσω!
Καλές γιορτές!
Αμέσως!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ ωραία γραφή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτην αρχή bloggάροντας, στην τύχη, το είδα αδιάφορα.
Όμως, διαβάζοντας το είναι να σαν να βλέπεις εικόνες να ζωντανεύουν (κάτι σαν κόμικς).
Ναι, θάθελα να διαβάσω και το τρίτο μέρος (αν υπάρχει).