- Η γιαγιά μου γεννήθηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, όπως ο Αϊ-Βασίλης, στη καρδιά του χειμώνα, στο πατάρι. Αυτή ήταν και η μοναδική πληροφορία που καταφέραμε να αποσπάσουμε απο την προ-γιαγιά, τη μητέρα της.
- Πάμφτωχη οικογένεια. Παρόλο που αγαπούσε τα γράμματα δεν είχε τα λεφτά να πάει πέρα από την τετάρτη δημοτικού( ή ότι άλλο αντίστοιχο υπάρχει στην Αρμενία). Ωστόσο, στη διάρκεια της ζωής της έμαθε να συνεννοείται σε έξι γλώσσες και είχε την έμφυτη κοινωνικότητα ώστε το σαβουάρ βιβρ να της βγαίνει τόσο αυθόρμητα λες και είχε γεννηθεί σε σαλόνι των Βερσαλλιών.
- Έμαθε από μικρή να ράβει και να πλέκει καλάθια για να βοηθήσει την οικογένεια και όσο πήγαινε σχολείο έκλεβε μολύβια και σβύστρες από τους πιο ευκατάστατους συμμαθητές της για να μπορεί να γράφει χωρίς να επιβαρύνει τους γονείς της, μέχρι που την κατάλαβαν, την έσπασαν στο ξύλο και έτσι διέκοψε τις σπουδές της.
- Όταν της έδιναν ένα κομμάτι ψωμί να φάει, το έκοβε στα δύο κρατώντας από ένα μισό στο κάθε χέρι και προσποιούνταν ότι το ένα ήταν ψωμί και το άλλο τυρί. Μας έλεγε αυτή την ιστορία όποτε δεν τρώγαμε το φαγητό μας. Κάποτε έκλεψε ένα ολόκληρο ταψί μπακλαβάδες από έναν πλανόδιο πωλητή και το έκρυψε κάτω από μία σκάλα. Για μία εβδομάδα χόρταινε με μπακλαβά μέχρι που την κατάλαβαν και την σάπισαν στο ξύλο. Το δικό της σχόλιο ήταν : "Εγώ πάντως τον μπακλαβά τον έφαγα."
- Λίγο αργότερα, στη Μικρασιατική καταστροφή, οι Τούρκοι μπήκαν στην πόλη και άρχισαν να σφάζουν. Μπήκαν και στο σπίτι της γιαγιάς και τους βρήκαν κρυμμένους στο πατάρι, αφού πρώτα πέταξαν από το παράθυρο κάτι στρώματα και άχυρα στα οποία είχαν κρυφτεί. Σκότωσαν τον προ-πάππου και πέταξαν από το παράθυρο και τη γιαγιά μου με τη μικρή της αδερφή, οι οποίες προσγειώθηκαν πάνω στα στρώματα και τα άχυρα που είχαν πετάξει πρωτύτερα οι Τούρκοι Η προ-γιαγιά μάζεψε ότι πρόλαβε μέσα σε ένα σεντόνι, πήρε και τα παιδιά και μαζί με ένα καραβάνι προσφύγων διέσχισαν την έρημο, μέχρι την Αίγυπτο ενώ πίσω τους η πόλη φλέγονταν.
- Πίνοντας κάτουρα δικά τους και των γαϊδουριών για να επιζήσουν, έφτασαν τελικά στην Αίγυπτο όπου η γιαγιά μπήκε μαθητευόμενη σε μοδίστρα πολύ επιτυχημένη της τότε εποχής. Με αυτό τον τρόπο μπήκε σε πολλά ευκατάστατα σπίτια και έμαθε πολιτισμένους τρόπους, Γαλλικά, Αγγλικά και Ιταλικά αλλά και Ελληνικά (ήδη μιλούσε Αρμένικα και Τούρκικα). Μετά γνώρισε τον παππού. Ήταν Έλληνας ναυτικός και δούλευε στο κανάλι του Σουέζ. Την αγαπούσε τρελλά και ήταν περήφανος για τις ικανότητές της αλλά σύμφωνα με τις παραδόσεις του καιρού τους την σάπιζε στο ξύλο.
- Έκανε τρία παιδιά και με την μεταπολίτευση αναγκάστηκε μαζί με όλους τους Έλληνες, Άγγλους και Γάλλους να εγκαταλείψει την Αίγυπτο. Πήγαν όλοι στην Αγγλία αλλά έξι μήνες αργότερα τους έδιωξαν και από εκεί, κι έτσι ήρθαν στην Ελλάδα. Ο γιός της και θείος μου έπιασε καλή δουλειά και ξαναπήγε στην Αγγλία ενώ οι δύο κόρες της παντρεύτηκαν η μία στην Κόνιτσα και η άλλη στην Ιταλία. Αυτό την "ανάγκασε" να κάνει συχνά ταξίδια που τα λάτρευε και να γνωρίσει πολλούς σημαντικούς άνθρωπους. Κάπου εκεί πέθανε ο παππούς και το μόνο που έχουμε από αυτόν είναι κάτι χοντροί τόμοι εγκυκλοπαίδειας δεμένοι με δέρμα, καζαμίες, και πολλά, πολλά μυθιστορήματα. Από αυτόν η γιαγιά έμαθε να γράφει με ένα συνδυασμό ελληνικών και λατινικών χαρακτήρων, γιατί ο παππούς ήθελε να της τα μάθει όλα. Από αυτόν έμαθε και την αγάπη για τα σταυρόλεξα τα οποία έλυνε με τον πιο εξωφρενικό τρόπο, όπως ήτανε φυσικό αφού έγραφε με δύο αλφάβητα.
- Ο θείος μου και γιός της, της είχε μεγάλη αδυναμία και αφού είχε "πιαστεί" καλά στην Αγγλία, την έπαιρνε μαζί του στα Μπαρμπέιντος και στην Αμερική και στην Αυστραλία και στα Γκαλαπάγκος και όπου βάνει ο νους του ανθρώπου. Η γιαγιά άλλο που δεν ήθελε, βέβαια...! Και στη Ντίσνευλαντ, και σε όλη τη Μεσόγειο, και στην Καραϊβική και στο ανατολικό μπλοκ, και , και, ..........
- Ήξερε όλες τις ιστορίες του Νασραντίν Χότζα και ειδικά τις πιο "πιπεράτες" μας τις έλεγε σε κάθε ευκαιρία. Έπινε τον καφέ σε γυάλινο ποτηράκι, όπως του κρασιού, της άρεσε να παίζει μπιρίμπα (βραζιλιάνικο την έλεγε) το οποίο μας είχε διδάξει από μικρή ηλικία. Εκνευρίζονταν όταν έχανε και αναφωνούσε "Μποοοχλάρ!" το οποίο σημαίνει σκατά και είχε ενδιαφέρουσες θεωρίες τις οποίες υποστήριζε με θέρμη. Ο σπούτνικ για παράδειγμα τρύπησε το όζον!
- Ποτέ δεν έμαθε τί σημαίνει δίαιτα ούτε υγιεινή διατροφή. Έμαθε να οδηγεί στα 65 αν και στην ουσία ποτέ δεν οδήγησε (ευτυχώς). Της άρεσαν τα μικρά μπουκαλάκια με άρωμα, μία επίχρυση θήκη για το καρνέ της, τα στυλό που γράφουν και ανάποδα και τα καυτερά φαγητά που ποτέ δεν έμαθε να μαγειρεύει. Πάντα ήτανε κοκέτα και μύριζε τριαντάφυλλο. Κάθε βράδυ έλυνε σταυρόλεξα στο Τραστ και στο Τεστ που κρατούσε στο συρτάρι του κομοδίνου της (μοσχοβολούσε κι αυτό τριαντάφυλλο).
- Όπου βόλτα και γλέντι η γιαγιά ήταν πρώτη. Μέχρι και δύο μήνες πριν τελικά παραδώσει το πνεύμα, κάθε δύο μήνες έμπαινε σε αεροπλάνο και επισκέπτονταν μία τον θείο, μία τη θεία μία τα ανήψια, τα εγγόνια, όσο μακρύτερα μπορούσε. Από δική της επιλογή και παρά τα παρακάλια των παιδιών της πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής της σε γηροκομείο μαζί με την αδερφή της όπου οργάνωνε παίγνια και κερνούσε καφέ στο δωμάτιό της.
- Το τελευταίο που θυμάμαι από τη γιαγιά ήταν όταν στο γάμο μου τη σύστησα στον άντρα μου εκείνος της είπε "Πώς είστε?" και εκείνη απάντησε "Κοντή και χοντρή."
- Γειά σου γιαγιά