Με λένε Δρόμο
- Πάντα ήμουν του δρόμου. Ο δρόμος έρημος στο λιοπύρι ή στα μαύρα μεσάνυχτα που αντηχούν τα τακούνια, είναι ένα μέρος μαγικό, μία οδός μυστηρίων με παράλληλα σύμπαντα πίσω από κάθε πόρτα, των οποίων μόνο ιδέα παίρνεις από τις αχτίδες φωτός ή τις μυρωδιές των φαγητών που ξεφεύγουν από τις δεσμώτριες κουρτίνες.
- Πάντα με τα πόδια, ένα σοκάκι απαρατήρητο ως τώρα, αποτελεί ακαταμάχητο πειρασμό, ένα μέλλον για εξερεύνηση, μία υπόσχεση για το νού που σπαρταρά μέσα στα νερά του.
- Αφημένα εδώ και κει τα ίχνη των ανθρώπων, σκουπίδια της ζωής που φυλλορροεί κυπελάκια του καφέ και περιτυλίγματα τυρόπιτας. Κάποιος μάστορας ήταν εδώ, νομίζω ο Μιχάλης... Το αυτοκίνητό του έξω από τον καφενέ.
- Ηγεμόνισσα του πεζοδρομίου, μία γάτα που στέκει σε πόζα, κάτι περιμένει, οι γάτες ποτέ δε στήνονται τυχαία. Σιωπηλά κοιτιόμαστε.
- Βήματα χωρίς σώμα, αφού κανείς δεν είναι εδώ να το δεί.
- Πίσω άδειος δρόμος, μπροστά άδειος δρόμος, ησυχία, όλα δείχνουν τεράστια χωρίς τα συμπράγκαλα της πρωινής δουλειάς, τακ, τουκ, τακ, τουκ, το τακούνι....
- Τζάμπα δρόμος, τζάμπα πόλη, ολόκληρη δική μου.
- Ο Ωρίωνας πάνωθε. Κρίμα το παιδί.... αν και παρθένα, η θεά ήτανε τσούλα, το΄φαγε το παληκάρι!
- Η πόρτα μου, και το φως από το δικό μου σύμπαν με περιμένει αναμένο. Οι τελευταίες αναθυμιάσεις από την πνοή του κρασιού γίνονται σύννεφο στο κρύο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Βράζει το καζάνι!