- Ξύπνησες και σηκώνεσαι από το κρεβάτι.
- Ανοίγεις τα παντζούρια και από έξω βρίσκονται μαζεμένοι όλοι οι άνθρωποι της γης, κοιτώντας εσένα.
- Κλείνεις το παντζούρι, πας πίσω στο κρεβάτι και κάθεσαι στη άκρη. Δεν μπορείς να κατανοήσεις τι ήταν αυτό. Ξανασηκώνεσαι, πηγαίνεις πάλι και κοιτάς ανάμεσα από τις τρυπίτσες του παντζουριού. Είναι ακόμα εκεί. Τί γίνεται?
- Οι κουβέντες τους γίνονται ένας τρομερός ψίθυρος μέσα από τους τοίχους.
- Πηγαινοέρχεσαι μην ξέροντας τι σημαίνει αυτό. Ξανακοιτάς κρυφά από το παντζούρι, αυτή τη φορά προσπαθείς όμως να διακρίνεις κάτι, το οτιδήποτε. Άπειρα πρόσωπα, χωρίς κανένα ιδιαίτερο συναίσθημα, συζητούν περιμένοντας, κάνουν αέρα ή ίσκιο με τα χέρια τους, αναρωτιούνται πόσο να πήγε η ώρα. Όσο προχωράει το πρωινό, οι κουβέντες τους γίνονται πιο δυνατές, ακούγονται γέλια και εσύ είσαι τόσο περίεργος που δεν μπορείς να ξεκολλήσεις από το παντζούρι.
- Περνάει η ώρα και πεινάς. Απ'έξω αρχίζουν να γίνονται ανήσυχοι, όλο και περισσότεροι κοιτούν τα ρολόγια τους. Μένεις στο παντζούρι, παρά την πείνα σου, γιατί περιμένεις να συμβεί κάτι. Νευρικές κινήσεις, απότομες κουβέντες, κεφάλια που κοιτούν τριγύρω ανυπόμονα.
- Τρέχεις στην κουζίνα, υπό το βουητό των ομιλιών, και παίρνεις από το ψυγείο ένα κομμάτι πίτσα από χτές και ένα ποτήρι γάλα. Γυρνάς βιαστικά στο παντζούρι για να δείς έξω, μη έχει συμβεί κάτι και το έχασες, όμως ακόμα τα ίδια.
- Περίεργο. Σε κοιτούν στα μάτια. Όχι το παντζούρι ή γενικά προς τη μεριά σου, αλλά εσένα κατευθείαν στα μάτια. Παγώνεις. Κοιτάς ανήσυχος. Αρχίζουν ρυθμικά: "Hey! Hey! Hey! Hey! Hey! Hey!....." Αφήνεις κάτω το φαΐ. Πιο δυνατά, "..Hey! Hey! Hey!.. Είναι τρομερό, γυρνάς από παράθυρο σε παράθυρο αλλά όλοι λένε το ίδιο "Hey! Hey!" Hey! Hey!...." όσο περνάει η ώρα τόσο πιο επίμονα "...Hey! Hey! Hey!...." Τώρα πια φωνάζουν "HEY! HEY! HEY! HEY!..."
- Ουρλιάζουν πιά με τις γροθιές στον αέρα. Δεν ξέρεις τι να κάνεις και το στομάχι σου έχει στρίψει από την πείνα. Παίρνεις τα φαγητά από το πάτωμα, τρώς με το ζόρι, υπό την πίεση των φωνών. Καταλαγιάζουν σιγά-σιγά. Καταφέρνεις να τελειώσεις το πρόχειρο γεύμα σου με ηρεμία και συνειδητοποιείς ότι οι φωνές είναι όπως πριν, ήρεμες. Κοιτάς από το παντζούρι και πάλι. Κάτι γίνεται, κάτι τρέχει ξανά. Σκέφτεσαι, μέχρι που θυμάσαι ότι διψάς. Περιμένεις, βλέποντας την ανησυχία να μεγαλώνει, τις κουβέντες να εντείνονται. Μόλις πίνεις νερό ηρεμούν πάλι.
- Τώρα ξέρεις.
- Ντύνεσαι όπως κάθε μέρα. Φτιάχνεις τα μαλλιά σου, βάζεις άρωμα (το απλό που βάζεις για τη δουλειά, όχι το καλό) φοράς παπούτσια και παλτό.
- Παίρνεις τη τσάντα σου. Παίρνεις τα κλειδιά σου.
- Βάζεις το χέρι στην πόρτα.
- Βγαίνεις.
- Πηγαίνετε όλοι στη δουλειά.
Κυριακή 25 Ιουλίου 2010
Καθολικός
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Βράζει το καζάνι!