- Ο Σατανάς, μόλις είδε ότι κάποιο κόλπο παίζεται, κοντοστάθηκε για λίγο. Έριξε μία ματιά τριγύρω, στους διάβολους και δαίμονές του που ήταν έτοιμοι να ορμήσουν, στη γη που γυρνούσε χωρίς να δίνει δυάρα, στους άνθρωπους που σκυφτοί δεν είχαν ιδέα. Τους έκανε να σωπάσουν με ένα νεύμα.
- Έστρεψε το βλέμμα πάλι προς τον παράδεισο.
- "Άσε τα κόλπα και έλα εδώ." βρυχήθηκε.
- Ο θεός ήρθε, μαζί με όλους τους αγγέλους και τους αγίους, χερουβείμ, σεραφείμ και ρομφαίες και εξαπτέρυγα.
- "Είναι πόλεμος αν το θέλεις να είναι πόλεμος. Εγώ ποτέ δεν το επιθύμησα. Κάνε ότι νομίζεις."
- "θα αφήσεις όλους τους ανθρώπους για μένα? Γιατί? Το ξέρεις ότι δεν μπορούν να με πολεμήσουν μόνοι τους. Θα είναι σα να τρώω σταφύλια." ο Σατανάς ήταν ολοένα και πιο καχύποπτος.
- Ο θεός άφησε να του ξεφύγει ένας στεναγμός ανυπομονησίας, όπως ο γονιός με το άτακτο παιδί του.
- "Δεν έχει σημασία και το ξέρεις. Μόνο στη μορφή διαφέρουμε και η δική σου είναι απαίσια. Άλλωστε δεν είναι στους αριθμούς οι νίκη. Με τους δέκα που θα μείνουν, θα σε νικήσω."
- Αυτή η υπεροψία και αλαζονική σιγουριά του, έκανε τον Σατανά να τρελαίνεται.
- "Δεν θα μείνει ούτε πόδι από έναν αν τους αφήσεις μόνους"
- "Εμπρός λοιπόν, κατατρόπωσέ με."
- Με ένα βρυχηθμό ζωώδους θυμού, γύρισε στη στρατιά του. Είχε σκοπό να ακολουθήσει στρατηγική, τώρα όμως δεν υπήρχε λόγος. Αντί με τη σειρά, τους έστειλε όλους μαζί.
- Οι δαίμονες της αμφιβολίας, της σύγχυσης και της αμφισβήτησης, του θυμού, του κλονισμού και του φόβου, ζάλισαν τους ανθρώπους έτσι ώστε να μην καταλαβαίνουν ούτε το είδωλό τους στον καθρέφτη. Τα τέρατα των προσχημάτων, της δικαιολογίας και της αποποίησης, οι διάβολοι των εκκρεμοτήτων και των των αναβολών, οι βελζεβούληδες της αλαζονικής αυθυποβολής, ξεχύθηκαν στους δρόμους, μπήκαν στα σπίτια και διέλυσαν μυαλά.
- Οι άνθρωποι, έπεσαν σε όλες τις παγίδες. Επικαλέστηκαν όλα τα προσχήματα, όλες τις δικαιολογίες, αποποιήθηκαν την βούληση και ανέβαλαν τις εκκρεμότητές τους, συγχυσμένοι.
- Τα καζάνια γέμισαν.
- Οι άνθρωποι χωρίς εαυτό πιά, έμειναν ανδρείκελα να περπατούν στα χαμένα σκουντουφλώντας στον ίδιο τοίχο ξανά και ξανά.
- Ο τόπος είχε ρημάξει.
- Ο Σατανάς ήταν πολύ ευχαριστημένος. Αποκαμωμένος, λαχανιασμένος, με την έξαψη της μάχης ακόμα να γυαλίζει στο τραγίσιο μάτι του, γύρισε προς το θεό.
- "Χεχεχε! Σειρά σου."
- "Είσαι πολύ μαλάκας, τελικά." είπε ο πάνσοφος. Και συνέχισε:
- "Πάντα τις ίδιες κοτσάνες κάνεις και μετά πρέπει να ξανατρέχουμε πάλι από την αρχή. Αφού σου το έχω πεί χιλιάδες φορές, δεν έχει σημασία το πλήθος. Κοίτα."
- Σήκωσε μερικές στέγες κάποιων κτιρίων, φανερώνοντας διάφορους ανθρώπους που συζητούσαν, ήρεμα. Φίλοι, συγγενείς, συνεργάτες. Δεν είχαν πάρει χαμπάρι τίποτα. Έκαναν τις δουλειές τους όπως πάντα. Φαινομενικά ίδιοι με τους άλλους.
- Αυτοί δεν κουτουλούσαν στους τοίχους, ούτε ήταν συγχυσμένοι, ούτε επινοούσαν προσχήματα από δειλία.
- "Παίζεις κόντρα στον εαυτό σου και ξεχνάς ότι θες να νικήσεις εμένα. Πάντα τα ίδια. Μία ζωή βλάκας, όλο λόγια και απειλές. Δεν γίνεται να με νικήσεις αν δεν παίξω, άρα παίζεις με τον εαυτό σου, και αυτόν νικάς.
- Μαλάκα."
- Κάτω στη γη, οι άνθρωποι που είχαν απομείνει, μάζεψαν τα άμυαλα σώματα των άλλων και άρχισαν να τους μιλούν, από την αρχή.
- "Μην ξεχνάς ότι δεν υπάρχουμε."
Πέμπτη 14 Απριλίου 2011
Μετά τον όρθρο (2)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Βράζει το καζάνι!