Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

Αποκύημα

  • Μία γυναίκα με μακρυά μαύρα μαλλιά καθόταν στο πεζοδρόμιο δίπλα στο φανάρι.
  • Το πρόσωπο μέσα στα χέρια της, έκλαιγε.
  • Γύρω από τους ώμους της, τα χέρια του, κοκκάλινα μέσα από μαύρα βελούδινα μανίκια, τη γαντζώνουν. Το κρανίο κάτω από την κουκούλα ψιθυρίζει: "Είναι ώρα να πάμε".
  • Εκείνη δεν μπορεί να σηκωθεί ούτε το κλάμα να σταματήσει. Προσπαθεί, αλλά ξανασωριάζεται με λυγμούς.
  • Τελικά στέκεται στηρίζοντας την πλάτη στο φανάρι. Κρατάει το κεφάλι της. "Είσαι καλά?" τη ρωτάει.
  • Γνέφει καταφατικά και μόλις πάει να σηκώσει το κεφάλι ξαναξεσπάει σε αναφιλητά σκύβοντας. "Πρέπει να το κάνω εγώ?" τον ρωτάει.
  • "Ναι."
  • Την πιάνει από το μπράτσο και περπατούν. Μπαίνουν στο εστιατόριο. Της δείχνει ένα τραπέζι όπου ένας νεαρός άντρας κάθεται μόνος και της δίνει το μακρύ δρεπάνι στο χέρι, κι εκείνη το κρύβει κάτω από το διπλωμένο παλτό της. Προχωρά και κάθεται στο τραπέζι, χαιρετάει με σοβαρότητα. Ο μαύρος κουκουλοφόρος την κοιτάει από μακριά.
  • Ο νεαρός άντρας την κοιτάει. "Είσαι καλά?" τη ρωτάει κι εκείνη γνέφει καταφατικά. "Είναι ώρα να πάμε" του λέει.
  • "Είναι ανάγκη να το κάνω εγώ?" τη ρωτάει τρομαγμένος.
  • "Ναι." Του δείχνει την άκρη του δρεπανιού που προβάλει κάτω από το παλτό της. Κοιτιούνται. Εκείνος διστάζει. Η κοπέλα σηκώνεται, παίρνει το δρεπάνι και το υψώνει πάνω του. "Δεν έχεις να πείς τίποτα?" του λέει.
  • "Όχι. Κάνε ότι νομίζεις."
  • Εκείνη νευρίασε. Με απόφαση κατέβασε το δρεπάνι καταπάνω του, κι εκείνος τελευταία στιγμή έσκυψε και γλίτωσε. Το δρεπάνι καρφώθηκε στο τραπέζι. Ο νεαρός πετάχτηκε όρθιος.
  • "Τι μαλακίες είναι αυτές!?" φώναξε. "Πάλι τη μάνα σου άκουγες? Τις φίλες σου?! Αυτές σου τα λένε αυτά?"
  • "Είσαι ηλίθιος!"
  • "ΟΧΙ!" φώναξε εκείνος και έσπασε το τραπεζάκι με την παλάμη του. "ΩΣ ΕΔΩ! ΦΥΓΕ!" στράφηκε προς τον σκελετό και του είπε"Πάρε την!".
  • Εκείνη γονάτισε στις αγκίδες του σπασμένου τραπεζιού, μάζεψε το δρεπάνι και σηκώθηκε, βουβή. Ο νεαρός την έπιασε από το μπράτσο και την οδήγησε στο σκελετό με το μαύρο μανδύα. Πριν φτάσουν του ξέφυγε. "Δεν έκανες αυτό που έπρεπε."
  • "Και ποιός το λέει αυτό?"
  • "Εγώ το λέω."
  • "Ε, τότε αλλάζει" είπε ο νεαρός. 'Έλα."
  • Την πιάνει από το χέρι. Παίρνει το δρεπάνι και σημαδεύει την καρδιά του. Της δίνει τη μισή.
  • "Άλλη φορά να μην ακούς τους μαλάκες" της είπε δίνοντας της ένα φιλάκι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Βράζει το καζάνι!